αἱρεσιάρχης — leader of a school masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρεσιάρχης — ο (Α αἱρεσιάρχης) (νεοελλ. μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως αρχ. αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + αρχης < ἄρχω ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ νεοελλ. αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός] … Dictionary of Greek
αἱρεσιάρχαι — αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom/voc pl αἱρεσιάρχᾱͅ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιαρχῶν — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχαις — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχην — αἱρεσιάρχης leader of a school masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχου — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχῃ — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχα — αἱρεσιάρχᾱ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom/voc/acc dual αἱρεσιάρχης leader of a school masc voc sg αἱρεσιάρχᾱ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen sg (doric aeolic) αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρεσιαρχώ — ( έω) (Μ αἱρεσιαρχῶ) [αἱρεσιάρχης] είμαι αιρεσιάρχης, ιδρυτής ή αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως … Dictionary of Greek